- διαλαμπρυνω
- διαλαμπρύνωδια-λαμπρύνωделать блестящим, заставлять воссиять
(λόγον τινὰ τοῦ Δημοκρίτου παλαιόν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λόγον τινὰ τοῦ Δημοκρίτου παλαιόν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διαλαμπρῦνον — διαλαμπρύνω make splendid pres part act masc voc sg διαλαμπρύνω make splendid pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλαμπρυνθέντος — διαλαμπρύνω make splendid aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλαμπρύνειν — διαλαμπρύ̱νειν , διαλαμπρύνω make splendid pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλαμπρύνων — διαλαμπρύ̱νων , διαλαμπρύνω make splendid pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)